- άκερως
- ἄκερως (-ω), -ων (Α)ο άκερος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κέρως < γεν. κέρα(σ)ος τής λ. κέρας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄκερως — ἄκερω̆ς , ἄκερος adverbial ἄκερω̆ς , ἄκερος masc/fem nom pl ἄκερω̆ς , ἄκερος masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκερως — ( ωτος), ο (Α δίκερως, ο, η και δίκερως, ων) νεοελλ. ο μαύρος ρινόκερος τής Αφρικής αρχ. (για ζώα ή για τη σελήνη) αυτός που έχει δύο κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (< δις) + κερως < πιθ. γεν. κέρα (σ)ος της λ. κέρας (πρβλ. άκερως)] … Dictionary of Greek